Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποτρομώ — έω, Α 1. τρέμω αποκάτω, τρέμουν τα πόδια μου 2. τρέμω από φόβο μπροστά σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τρομῶ «τρέμω» (< τρόμος)] … Dictionary of Greek
ὑποτρόμωι — ὑποτρόμῳ , ὑπότρομος quivering masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)